Σεγκόβια, Αντρές — (Segovia). Ισπανός κιθαριστής. Γεννήθηκε το 1894. Έδειξε ιδιαίτερη αγάπη για την κιθάρα από παιδί και σε ηλικία μόλις δέκα ετών άρχισε να διακρίνεται. Έπειτα από μια επίσημη και θριαμβευτική εμφάνιση στη Γρανάδα, επιχείρησε το 1919 μια μεγάλη… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Τουρριανός, Νικόλαος — Έλληνας κωδικογράφος και μικρογράφος της εποχής της Αναγέννησης (Κρήτη 1535/1540 – Νάπολη 1608/1610). Γύρω στα 1559 πήγε από την Κρήτη στη Βενετία και στην Πάντοβα όπου εργάστηκε εντατικά στην αντιγραφή ελληνικών κυρίως χειρογράφων για λογαριασμό … Dictionary of Greek
αλκάζαρ — Ισπανικός όρος, που προέρχεται από το αραβικό αλ Χασρ(=πύργος, φρούριο) και δηλώνει τον τόπο διαμονής των Αράβων κυβερνητών της Ισπανίας. Περίφημα είναι τα α. της Κόρδοβας, του Τολέδου, της Σεγκόβια και της Σεβίλης. Κατά κανόνα έχουν διατηρηθεί… … Dictionary of Greek
κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… … Dictionary of Greek
Καστίλη-Λεόν — (CastillayLeon). Αυτόνομη περιοχή (94.224 τ. χλμ., 2.479.425 κάτ. το 2001) στη βορειοκεντρική Ισπανία με πρωτεύουσα το Βαγιαδολίδ. Συνορεύει στα Β με την Καντάμπρια, ΒΑ με τη Χώρα των Βάσκων και τη Λα Ριόχα, Α με την Αραγονία, ΝΑ με την Καστίλη… … Dictionary of Greek
Μηλιαρέσης, Γεράσιμος — (Βράιλα Ρουμανίας 1918 –). Μουσικός, κιθαρίστας. Το 1938 ήρθε στην Αθήνα και το 1947 έλαβε πτυχίο αρμονίας και κιθάρας από το Ελληνικό Ωδείο. Την περίοδο 1950 53 φοίτησε στην Academia Chigiana της Σιένα, με καθηγητή τον Αντρές Σεγκόβια. Με… … Dictionary of Greek
κιθάρα — Έγχορδο μουσικό όργανο, που παίζεται με νύξη των χορδών. Η σύγχρονη κ. διαθέτει ένα επίπεδο ηχείο, που έχει το σχήμα του αριθμού οκτώ. Η εμπρόσθια όψη του ηχείου φέρει μία κυκλική οπή στο κέντρο και ένα κάθετο, ξύλινο τμήμα προς τα πίσω, που… … Dictionary of Greek
ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… … Dictionary of Greek
Καστίλη — (Castilla). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (174.230 τ. χλμ.) της κεντρικής Ισπανίας. Τα σύνορά της συμπίπτουν με τα σύνορα των αυτόνομων περιφερειών Κ. Λα Μάντσα με πρωτεύουσα το Τολέδο, Κ. Λεόν με πρωτεύουσα το Βαγιαδολίδ και Λα Ριόχα με πρωτεύουσα … Dictionary of Greek